- πυρκαιή
- πυρκαϊή , πυρκαιάfuneral pyrefem nom/voc sg (epic ionic)πυρκαιόςfor burnt-offeringsfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυρκαιῇ — πυρκαϊῇ , πυρκαιά funeral pyre fem dat sg (epic ionic) πυρκαιός for burnt offerings fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρκαϊά — η, ΝΜΑ, και πυρκαγιά Ν, και πυρκαιά και ιων. τ. πυρκαϊή και πυρκαά Α φωτιά που κατακαίει μεγάλη έκταση, που εκτείνεται σε μεγάλο χώρο («πυρκαγιά τού δάσους») αρχ. 1. ο τόπος τής νεκρικής πυράς 2. εμπρησμός, πυρπόληση 3. υπολείμματα φωτιάς 4. μτφ … Dictionary of Greek